νταβραντίζω

νταβραντίζω
νταβραντίζω και νταβραντώ (λ. τουρκ.), νταβράντισα, νταβραντισμένος
1. έχω ή αποχτώ σφρίγος, ζωτικότητα, υγεία.
2. η μτχ., νταβραντισμένος αυτός που βρίσκεται σε οργασμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νταβραντίζω — και νταβραντώ 1. (για άμαξα ή υποζύγιο) τραντάζω, τινάζω, κουνώ δυνατά 2. αναρρωννύω, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) νταβραντισμένος, η, ο i) γερός, υγιής, δυνατός ii) (για πέος) όρθιος, σηκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ …   Dictionary of Greek

  • νταβράντισμα — το [νταβραντίζω] 1. τίναγμα, τράνταγμα 2. δυνάμωμα, σφρίγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”