- νταβραντίζω
- νταβραντίζω και νταβραντώ (λ. τουρκ.), νταβράντισα, νταβραντισμένος1. έχω ή αποχτώ σφρίγος, ζωτικότητα, υγεία.2. η μτχ., νταβραντισμένος αυτός που βρίσκεται σε οργασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.